- ἐλαχυπτέρυξ
- ἐλᾰχυπτέρυξ1 with short fins
ἀντὶ δελφίνων δ' ἐλαχυπτερύγων P. 4.17
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἀντὶ δελφίνων δ' ἐλαχυπτερύγων P. 4.17
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ελαχυπτέρυξ — ἐλαχυπτέρυξ ο, η (Α) (για δελφίνι) αυτός που έχει μικρά πτερύγια … Dictionary of Greek
ἐλαχυπτερύγων — ἐλαχυπτέρυξ short finned gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)